- μαρμάγκα
- η1. κοινή ονομασία δηλητηριωδών αραχνών και γενικά τών αραχνών με μακριά και λεπτά πόδια, αλλ. μαύρο ή χοντρό σφαλάγγι2. φρ. α) «θα σέ φάει η μαρμάγκα» — λέγεται ως απειλήβ) «τό 'φάγε η μαρμάγκα» — εξαφανίστηκε, καταστράφηκε, χάθηκε.
Dictionary of Greek. 2013.